ἁρετή — ἀρετή , ἀρετή goodness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρετῇ — Ἀρετή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρετή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρετή — goodness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και … Dictionary of Greek
αρετή — η 1. ικανότητα, αξιοσύνη: Η κυριότερη αρετή ενός ηγέτη είναι να ξέρει να κατευθύνει. 2. προτέρημα, χάρισμα: Έχει μια σημαντική αρετή, είναι ειλικρινής. 3. ο σεβασμός των ηθικών κανόνων: Άνθρωπος με τέτοια αρετή δεν μπορεί να έχει κάνει αυτά που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀρέτη — Ἀρέτας masc voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέτη — ἀ̱ρέτη , ἀρετάω thrive imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀρετάω thrive pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱ρέτη , ἀρετάω thrive imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀρετάω thrive pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρέτῃ — Ἀρέτας masc dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀρετῇ — Ἀρετῇ , Ἀρετή fem dat sg (attic epic ionic) ἀρετῇ , ἀρετάω thrive pres subj mp 2nd sg (doric) ἀρετῇ , ἀρετάω thrive pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀρετῇ , ἀρετάω thrive pres subj act 3rd sg (doric) ἀρετῇ , ἀρετάω thrive pres ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)